- ἀμάντευτος
- ἀμάντευτοςnot to be foretoldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάντευτος — η, ο (AM ἀμάντευτος, ον) [μαντεύομαι] αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή που δεν μπορεί κανείς να τόν μαντέψει, να τόν προβλέψει αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί να προβλέψει, να εξιχνιάσει κάτι 2. με την ίδια σημασία για σκύλους χωρίς οξεία όσφρηση … Dictionary of Greek
αμάντευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μαντεύτηκε: Ένα τέτοιο τέλος του πολέμου αυτού ήταν αμάντευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαντεύτως — ἀμάντευτος not to be foretold adverbial ἀμάντευτος not to be foretold masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάντευτον — ἀμάντευτος not to be foretold masc/fem acc sg ἀμάντευτος not to be foretold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαντευτότατος — ἀμάντευτος not to be foretold masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαντεύτοιο — ἀμάντευτος not to be foretold masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαντεύτους — ἀμάντευτος not to be foretold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάντευτα — ἀμάντευτος not to be foretold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάντευτοι — ἀμάντευτος not to be foretold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)